- ακαταιτίατος
- ἀκαταιτίατος, -ον (Α) [καταιτιῶμαι]εκείνος που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο εντελώς αθώος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκαταιτίατος — not to be accused masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταιτίατον — ἀκαταιτίατος not to be accused masc/fem acc sg ἀκαταιτίατος not to be accused neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταιτιάτοις — ἀκαταιτίατος not to be accused masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταιτιάτους — ἀκαταιτίατος not to be accused masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταιτιάτων — ἀκαταιτίατος not to be accused masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταιτιάτῳ — ἀκαταιτίατος not to be accused masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταιτίατα — ἀκαταιτίατος not to be accused neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταιτίατοι — ἀκαταιτίατος not to be accused masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταίτιος — ἀκαταίτιος, ον (Μ) ο ακαταιτίατος … Dictionary of Greek